κί̄κᾰμα

κί̄κᾰμα
κί̄κᾰμα
Grammatical information: acc. n. (pl.)
Meaning: name of `a plant, acc. to H. (cod. κικαμία) similar to the καυκαλίς (Nic. Th. 841).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like βάλσαμον, σήσαμον etc., further unknown. No doubt Pre-Greek..
Page in Frisk: 1,851

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κάμα — I Ινδική θεότητα του έρωτα που αναφέρεται και στις Βέδες ως θεός που εισακούει τις επιθυμίες. Περίφημοι είναι στην ινδική μυθολογία οι πειρασμοί στους οποίους ο Κ. θέτει ασκητές και θεούς. Αντιπροσωπευτική είναι η περίπτωση του Σίβα, που… …   Dictionary of Greek

  • κάμα — η (λ. περσ.), μαχαίρι με δίκοπη λεπίδα που καταλήγει σε αιχμή, στιλέτο: Τον κάρφωσε με την κάμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κάμα Σούτρα — Σανσκριτικό κείμενο, γραμμένο από τον Ινδό σοφό Βατσιανάγια Μαλανάγκα μεταξύ 4oυ και 7oυ αι. μ.Χ. Περιέχει κανόνες σχετικά με την ερωτική ζωή των Ινδών και, παρά τον έντονο ερωτικό χαρακτήρα του, αποτελεί μέρος της θρησκευτικής φιλολογίας της… …   Dictionary of Greek

  • κἀμά — ἀ̱μά , ἁμός 1 neut nom/voc/acc pl ἀ̱μά̱ , ἁμός 1 fem nom/voc/acc dual ἀ̱μά̱ , ἁμός 1 fem nom/voc sg (doric aeolic) ἐμά , ἐμός mine neut nom/voc/acc pl ἐμά̱ , ἐμός mine fem nom/voc/acc dual ἐμά̱ , ἐμός mine fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀμά , ἡμός …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • ακμής — ἀκμὴς ( ῆτος), ο, η (στον Παυσ. και ως ουδ.) και ἄκμητος, ον (Α) ακούραστος, ακαταπόνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κμης, μηδενισμένη βαθμίδα τής δισύλλαβης ρίζας *καμᾶ (πρβλ. κάμα τος) τού ρήματος κάμνω] …   Dictionary of Greek

  • αλεπού — Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα σαρκοφάγα του γένους αλώπηξ της οικογένειας των κυνιδών. Τα βασικά διακριτικά γνωρίσματα του γένους αυτού είναι: οξύ ρύγχος, η κατατομή του οποίου αποτελεί προέκταση της αντίστοιχης του μετώπου, όρθια αφτιά με… …   Dictionary of Greek

  • καύμα — και κάμα (ΑΜ καῡμα, ατος) [καίω] 1. υπερβολική ζέστη λόγω μεγάλης θερμότητας τού ηλίου, καύσωνας (α. «στο κάμα το μεσημερνό αχνίζουν τα χαλίκια», Γρυπ. β. «κυνικά καύματα» γ. «πρὶν ἄν τὸ καῡμα παρέλθῃ», Πλάτ.) 2. έγκαυμα μσν. θυσία μσν. αρχ. μτφ …   Dictionary of Greek

  • νεφόκαμα — το καιρός που είναι ταυτόχρονα νεφελώδης και ζεστός, κουφόβραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + κάμα (πρβλ. συννεφό καμα)] …   Dictionary of Greek

  • Περμ — Πόλη στο δυτικό τμήμα της Ρωσικής Δημοκρατίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (160.600 τετρ. χιλιόμετρα). Βρίσκεται στην προουράλια περιοχή, αριστερά του ποταμού Κάμα, αριστερού παραπόταμου του Βόλγα. Βρίσκεται 1.180 χλμ. προς ΒΑ της Μόσχας,… …   Dictionary of Greek

  • Σίβα — I Ινδική θεότητα, που προέρχεται από τη βεδική θεότητα των ανέμων Ρούντρα, που λέγεται και Γκιρίσα («Κύριος του Βουνού»), Πασουπάτι, Ούγκρα, Μαχαντέβα («Μέγας θεός») Προστάτης των γιόγκι (γιόγκα), είναι θεότητα τρομακτικού γενικά χαρακτήρα που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”